- ἀπειράκις
- ἀπειράκιςtimes without numberindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απειράκις — ἀπειράκις επίρρ. (Α) [άπειρος (II)] άπειρες, αναρίθμητες φορές … Dictionary of Greek
υπεράγνωστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι αδύνατο να γίνει γνωστός («θεότης ὑπεράγνωστος καὶ πάσης ἀπειρίας ἀπειράκις ἐξηρημένη», Μαξ.). επίρρ... ὑπεραγνώστως Μ με τρόπο που είναι αδύνατο να γίνει γνωστό κάτι, πέρα από τα όρια τής γνώσης … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ԱՆԲԱՒԱԿԻ — ( ) NBH 1 0121 Chronological Sequence: 8c մ. ἁπειράκις infinite Անբաւ անգամ. յանբաւս. անհնապէս. *Անբաւակի անբաւս գոյից զօրութեանց այլս ածել յառաջ. Դիոն. ածայ. ՟Ը … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)